φρικώεις

φρικώεις
φρῑκ-ώεις, εσσα, εν,
A = φρικώδης, ἄδυτον Aristonous 1.13.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φρικώεις — εσσα, εν, Α φρικώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρίξ, φρικός «ανατρίχιασμα, ρίγος» + κατάλ. ώεις (< όεις* με έκταση τού ο σε ω ), πρβλ. μυρμηκ ώεις, πετρ ώεις] …   Dictionary of Greek

  • φρικώεντος — φρικώεις masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”