- φρικώεις
- φρῑκ-ώεις, εσσα, εν,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φρικώεις — εσσα, εν, Α φρικώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρίξ, φρικός «ανατρίχιασμα, ρίγος» + κατάλ. ώεις (< όεις* με έκταση τού ο σε ω ), πρβλ. μυρμηκ ώεις, πετρ ώεις] … Dictionary of Greek
φρικώεντος — φρικώεις masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)